ἑνοποιός — combining in one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνοποιόν — ἑνοποιός combining in one masc/fem acc sg ἑνοποιός combining in one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνοποιοί — ἑνοποιός combining in one masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνοποιούς — ἑνοποιός combining in one masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνοποιά — ἑνοποιός combining in one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνοποιῶς — ἑνοποιός combining in one adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνοποιῷ — ἑνοποιός combining in one masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ενοποιώ — (AM ενοποιῶ, έω) [ἑνοποιός] συνάπτω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα συνενώνω … Dictionary of Greek
ԵԶԱՐԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0646 Chronological Sequence: 6c ա. ἐνοποιός adunitivus Միարար. միացուցիչ. համահաւաքիչ. միացընօղ, մէկ տեղ բեռօղ. *Բաժանական է միշտ իւրաքանչիւրն. եւ բագձաձական եւ եզարար՝ հասարակն. Պորփ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)